Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Η συλλογή διηγημάτων της Λέσχης μας!

(.....Μου π*δ*ξ*τε την ιδέα! Σας έφερα εδώ ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώπου νους। Γοργόνες που πάνε στο γυναικολόγο, νησιά μικρά όσο ένα πλυντήριο, ψιλικατζήδες μαμάκηδες, πολυκαταστήματα και τραγούδια της Θείας Λένας, τον ίδιο τον Personal Jesus, αιμοσταγείς πιανίστες, ασθμαίνοντες αγγελιοφόρους, αλβανούς απόφοιτους του Ελληνισμού, τον Οιδίποδα να αγναντεύει τον Καιάδα, ανάσες δυσβάσταχτες υπό τους ήχους Ηeavy Μetal, το ρολόι του πατέρα μου, ακόμα και την απόλυτη μέρα. Τι άλλο θέλετε πια για να ‘στε ευχαριστημένοι;)



Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Φασόλια μαυρομάτικα


Την δεύτερη φορά που τον είδε του έβαλε στο χέρι ένα σακουλάκι με μαυρομάτικα φασόλια. «Κάναμε μαύρα μάτια να σε δούμε», του είπε και εξαφανίστηκε στο διάδρομο, ενώ εκείνος αναρωτήθηκε αν είναι στα καλά της. Μετά που το ξανασκέφτηκε όμως, κατέληξε πως του άρεσε αυτό το αλλοπρόσαλο πλησίασμα, μάλιστα άρχισε να το αναπωλεί και να βρίσκει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα χαρίσματα στην παράξενη κίνησή της.

Μία φορά την είχε δει όλη και όλη και αυτό σε παρέα συναδέλφων. Είχαν ανταλλάξει δυο κουβέντες για την πορεία της εταιρείας και άλλα βαρετά και ασήμαντα και είχαν αφήσει μια υπόσχεση στον αέρα να πάνε σινεμά. Εκείνη το είχε προτείνει, αυτός το είχε αφήσει να πλανάται. Το ξέχασε από τότε, δεν του γέμισε το μάτι πολύ, κάτι υπήρχε στον τρόπο που μιλούσε και στο σώμα της που τον είχε απωθήσει, δεν ήξερε όμως τι.

Τώρα του έκανε παιχνίδια και του πέταγε ατάκες. Την είδε μετά από μέρες στην είσοδο της εταιρείας και της έριξε στο χαλαρό να πάνε μετά τη δουλειά στην απέναντι καφετέρια στην Κηφισίας, «έτσι για καφέ σαν συνάδελφοι», της τόνισε. Εκείνη δέχθηκε με χαρά παιδιού και μάλιστα την πρόσεξε που έφυγε νωρίτερα από το ωράριό τους και ξαναγύρισε λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας της φορώντας διαφορετικό φόρεμα απ΄το πρωινό. Τον χάλασε λιγάκι αυτή η κίνησή της, αλλά δεν μπορούσε πάλι να εξηγήσει γιατί.

Κάθισαν σε ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι που ό,τι ακουμπούσαν πάνω του παρήγαγε ένα εκκωφαντικό τενεκεδένιο θόρυβο. Μετά από λίγο εκείνος προσάρμοσε τις κινήσεις του ακουμπώντας μαλακά τον ζίπο και το ποτήρι του, ενώ εκείνη χειρονομούσε και τα άφηνε όλα να βαράνε στον τζίγκο. Πιο πολύ τον εκνεύρισε το βραχιόλι της που σερνόταν στο τραπέζι σαν βαριά αλυσίδα, του θύμισε γρανάζι μηχανής.

Εκείνη του ανέφερε πως δούλευε για χρόνια στο μαγειρείο του πατέρα της στα Κάτω Πετράλωνα, του είπε πως άρχισε από νωρίς να αναγουλιάζει με τις μυρωδιές του κρέατος και του ψαριού και βρήκε παρηγοριά στα όσπρια.

Έβγαλε μάλιστα και μερικές φακές από την τσέπη της και τις έριξε στο τραπέζι σχηματίζοντας κάτι που επέμενε πως έμοιαζε με άνδρα και γυναίκα.

«Τα όσπρια είναι έξυπνα», συμπλήρωσε «και σκληρόπετσα, θέλουν ώρα να τα βράσεις και θέλουν και νερό από το βράδυ για να τα κάνεις του χεριού σου».

Του είπε ακόμα πως έχει πάντα μαζί της μερικά γιατί μπορούσαν να τις φανουν χρήσιμα: να την βγάλουν για παράδειγμα από την δύσκολη θέση να μαγειρέψει για κάποιον απρόσμενα αλλά και να χρειαστεί να υπερασπίσει τον εαυτό της από κάποιον ανώμαλο, όπως είπε, με γουρλωμένα μάτια: «Γίνονται εργαλείο εγκλήματος αν τα εκσφενδονίσεις στo πρόσωπο»!

Μετά του μίλησε για το ζευγάρι. Υπήρχε ένα ζευγάρι που ερχόταν στο μαγειρείο τους κάθε Πέμπτη. Αυτοί έφτιαχναν είπε πολλά σχέδια από όσπρια και όταν τους είχε ρωτήσει γιατί το έκαναν, της είχαν απαντήσει πως τα όσπρια είναι σπόροι καλοί και κάνουν για πολλά πράγματα. Μετά δεν τους ξαναείδε αλλά έμαθε πως η γυναίκα είχε κάνει μια τεράστια κοιλιά και περπάταγε αγκομαχώντας. Δεν είχε καταλάβει αν περίμενε παιδί ή αν είχε απλά παχύνει πολύ. Εκείνη δεν ήθελε ποτέ να κάνει μια τόσο μεγάλη κοιλιά, είπε ψιθυριστά, ενώ έπιασε και τέντωσε το στομάχι της μέσα από το φαρδύ της φόρεμα. Εντωμεταξύ συμπλήρωσε, έκλεισε το μαγειρείο γιατί πέθανε ο μπαμπάς.

Εκείνος δεν μιλούσε, είχε την περισσότερη ώρα κατεβασμένο το κεφάλι του, είχε κολλήσει στις φακές που ήταν απλωμένες στο τραπέζι και προσπαθούσε να δει αν πραγματικά σχημάτιζαν κάποιο ζευγάρι. Όταν εκείνη τελείωσε την διήγησή της, έβαλε το δαχτυλό του μέσα στο σωρό τις φακές και τον ανακάτεψε. Το μετάνοιωσε που της το χάλασε αλλά ήταν αργά, δεν την κοίταξε για να μην δει το βλέμμα της παρά μόνο της είπε να φύγουν γιατί θα ξαναγύριζε στο γραφείο για κάτι τάχα επείγον.

Την επόμενη μέρα βρήκε στο γραφείο του ένα μικρό ανθισμένο κεσεδάκι γιαουρτιού σαν αυτά που φτιάχνουν τα παιδιά.

Ήταν αφημένο δίπλα από το πληκτρολόγιο με ένα μικρό κίτρινο ποστ-ιτ που έγραφε με καλλιγραφικά μικροσκοπικά γράμματα: Και το πιο παράξενο πράγμα μπορεί να ανθίσει.

Τον κατέλαβε μία αγωνία, τα πόδια του κόπηκαν. Δεν ήταν καθόλου του γούστου του όλα αυτά, ειδικά μάλιστα να τον συζητούν οι συνάδελφοι και να του κάνουν σχόλια για το γλαστράκι από φακές, αυτό έπρεπε να κοπεί αμέσως, μαχαίρι.

Συζήτησε την κατάσταση με ένα συναδελφό που εμπιστευόταν και αυτός του είπε οτι: «οι νόμοι προστατεύουν κάθε εργαζόμενο και υπάρχει και η περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης και να σκεφτείς να το αναφέρεις στο Τμήμα Προσωπικού». Στην αρχή εκείνος αναθάρρεψε στην ιδέα, μετά όμως φοβήθηκε οτι θα χρειαζόταν να εξηγήσει πως είχε βρεθεί μαζί της για καφέ, ποιός ξέρει τι σούσουρο θα ξεκινούσε και αν θα πίστευαν πως δεν έχει κάτι μ’αυτήν. Η καλή του φήμη στην εταιρία ήταν πολύ σημαντική γιαυτόν.

Την επομένη δεν την είδε στη θέση της. Έμαθε πως έχει δηλώσει ασθένεια και ανέβηκε στο γραφείο του ευδιάθετος και ελαφρύς. Εκείνη απουσίασε όλη την εβδομάδα και εκείνος αυτή την συγκεκριμένη εβδομάδα υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός σε σημείο που εντυπωσίασε τον προιστάμενό του και τον Γενικό Διευθυντή. Έφερε τις μεγαλύτερες πωλήσεις, έκλεισε δυο σημαντικούς πελάτες και πήρε σχεδόν άριστα στην ετήσια αξιολόγηση.

Στο σπίτι η κοπέλα του εκείνη την ημέρα, είχε κάνει ρεβίθια. Ποτέ δεν συμπαθούσε τα ρεβίθια αλλά δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει.

Σκέφτηκε και αυτός πως τα ρεβίθια είναι καλοί σπόροι για να μπορέσει να κατεβάσει δυο-τρείς μεγάλες κουταλιές της σούπας. Η κοπέλα του ευχαριστήθηκε και πήγε να απλώσει την μπουγάδα τους. Ηταν το τελευταίο γεύμα που θα ετοίμαζε η κοπέλα του.

Τις επόμενες μέρες το γραφείο ήταν σε αναμπουμπούλα. Γίνονταν σοβαρές ανακατατάξεις, ομαδικές απολύσεις, συνεχή meetings και παράλληλα με όλα αυτά κάθε τόσο έβρισκε στο γραφείο του κομπολόγια απο χρωματιστά ρεβίθια, μπισκότα με φακές για μάτια και χείλη που χαμογελούσαν, και δυο μαυρομάτικα φασόλια το ένα κολλητά στο άλλο, να κοιτάζονται με τα μεγάλα μαύρα μάτια τους πλάι στον καφέ του.

Έκεινη την εβδομάδα βγήκε και η ανανεωμένη πολιτική της εταιρείας για τις σχέσεις του προσωπικού με τη διοίκηση, η πολιτική προαγωγών, τα bonus και ένα σωρό άλλες διαδικασίες. Κατάλαβε από μισόλογα πως αυτό που θα περνούσε τελικά ήταν αυτό που όριζε η εταιρία υπογείως, παρά τα όσα προάγγελε μέσω εμαιλ και συναντήσεων.

Και σαν να του φάνηκε εκείνη τη βδομάδα πως όλο και περισσότερο κέρδιζε τα χαμόγελα των συναδέλφων του που πλέον δεν του έμοιαζαν με χαμόγελα ειρωνίας αλλά θαυμασμού. Ήρθε και η πολυπόθητη αλλαγή θέσης εργασίας που του’χαν υποσχεθεί και στην γωνία περίμενε η προαγωγή. Ολα τα στοιχεία έδειχναν πως θα την έπαιρνε αυτός που είχε το καταλληλότερο προφίλ, εκείνος όμως δεν είχε ακριβώς το κατάλληλο, κάτι έλειπε.

Ένα πρωί μπήκε σκεφτικός, τα νέα δεν ήταν ευνοικά, κάτι ακουγόταν για έναν συνάδελφό του, ίσως τελικά έπαιρνε τη θέση. Κάθισε στο γραφείο του και ήπιε δυο γουλιές σκέτο καφέ, μαύρο. Ύστερα μάζεψε νευρικά τις σκορπισμένες φακές και τα φασόλια που ξεχύλιζαν από τα συρτάρια και την μολυβοθήκη και κατέβηκε απ΄την έξοδο κινδύνου πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά. Έφτασε στο γραφείο της στον πρώτο όροφο και τα αράδιασε όλα πάνω στο πληκτρολόγιο και τα χαρτιά της. Μετά κοντοστάθηκε, γύρισε πίσω, πήρε δυο μαυρομάτικα φασόλια και τα γύρισε πλάτη με πλάτη να μην κοιτάνε το ένα το άλλο.

Το ίδιο βράδυ την βρήκε να τον περιμένει στο πάρκινγκ της εταιρίας, τρομαγμένος την έχωσε μέσα στο εταιρικό αυτοκίνητο κοιτώντας δεξιά αριστερά και την πήγε στο παρκάκι μερικά στενά πιο κάτω.

Αυτή μυξόκλαιγε και μουρμούραγε για τα φασόλια που του τα έδειχνε στο χέρι της ακριβώς όπως της τα είχε ακουμπήσει, πλάτη με πλάτη.

Εκείνος σκέφτηκε από μέσα του οτι τον καταστρέφει, μαλακισμένη με καταστρέφεις, ούρλιαξε στο κεφάλι του αλλά δεν της το είπε παρά του΄ρθε να της ρίξει ένα σκαμπίλι, όμως κρατήθηκε. Κάθισε σιωπηλός και την άκουγε να του λέει για τα φασόλια που του τα γύρναγε στο χέρι της ανάποδα ώστε να κοιτάζει το ένα το άλλο. Της βούτηξε τότε το σαγόνι και την κόλλησε στον παράθυρο του αμαξιού, της έτριψε το πρόσωπο δυο φορές πάνω κάτω στο τζάμι του αυτοκινήτου και μετά την άρπαξε απ΄το σβέρκο. «Το σταματάς το τσίρκο τί λες»; Της φώναξε φτύνωντας, και αυτή σταμάτησε και έκατσε παγωμένη στη θέση της. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το πάρκο το αμάξι του διευθυντή του και ο ίδιος τους χαιρέτισε. Έγνευσαν και οι δυο με σφιχτό χαμόγελο.

Την πήγε σπίτι της χωρίς να πούν κουβέντα. Στην πόρτα του σπιτιού της, ένα ισόγειο στα Κάτω Πετράλωνα, αυτός ξεκουμπώσε το παντελόνι του και έσπρωξε το κεφάλι της στον φερμουάρ του. Μετά την χτύπησε μαλακά στην πλάτη όπως θα έκανε σε ένα φίλο και την καληνύχτισε.

Μιά βδομάδα μετά επισημοποίησαν την σχέση τους και εκείνος έγινε προιστάμενος του τομέα του, είναι πολύ ικανοποιημένος με την δουλειά του και παραγωγικός। Δεν έκαναν ποτέ παιδιά και δεν ξανάφαγαν όσπρια.


Γιούλη Αναστασοπούλου.


Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Κλειστό

Του Σοφοκλή Ρόκου




Εγώ δεν είχα πει κουβέντα και δε θα ΄λεγα ποτέ, γιατί ήμουν καλά. Μόνο άνοιγα καμιά φορά μικρές τρύπες στις εφημερίδες για να χαζεύω πέρα τα βουνά. Δεν το ‘χε δει κανείς όμως. Αν δεν ακουγόταν το κλάμα της μικρής, αν είχα προφτάσει να τη βάλω στο βυζί πριν αρχίσει να κλαίει,  κανείς δε θα ‘χε καταλάβει τίποτε και δε θα ‘πρεπε τώρα να δεχτούμε αυτές τις ηλίθιες κυρίες που δεν καταλαβαίνουν αγάπη μου, δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο μας αγαπάς. Είναι κι αυτοί οι συνάδελφοί σου όμως άνθρωποι κακοί και κουτσομπόληδες, ήταν ανάγκη να ανακατευτούν στα οικογενειακά μας και να μας κάνουν άνω κάτω; Λες και τους αφορούσε όλο αυτό. Όταν είδα τα πρόσωπά τους σα σκιές πίσω από τις εφημερίδες τρόμαξα τόσο. Ευχόμουν μέσα μου να μην τα καταφέρουν ν’ ανοίξουν, φοβήθηκα τόσο όταν είδα αυτούς με τις στολές να μας ανοίγουν κι εσύ δεν ήσουν εκεί. Τι μπορούσα να κάνω, δεν μ’ άκουγαν που τους παρακαλούσα να μας αφήσουν στην ησυχία μας, εμείς ήμασταν καλά, δε φοβόμασταν μέσα κει, τίποτα δε μπορούσαμε να πάθουμε, οι κακοί ήταν έξω. Οι καραγκιόζηδες φώναζαν και χειρονομούσαν κι έλεγαν ότι ήταν παράνομο να μας κλειδώνεις στο αυτοκίνητο και να σκεπάζεις τα παράθυρα με εφημερίδες. Τι ‘θέλαν αυτοί, εγώ και το μωρό ήμασταν μια χαρά, ξέραμε ότι το έκανες από αγάπη κι όχι για άλλο λόγο, μας ήθελες μαζί σου όσο δούλευες, δεν ήθελες να μας αφήσεις μόνους, ήσουν σωστός οικογενειάρχης, μας φρόντιζες. Τι ξέρουν όλοι αυτοί από οικογένεια!

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Γιουλη Αναστασοπουλου-Ψυχη στην Κουλουρη....βιβλιοκλιπ


Mε μεγάλη χαρά μοιράζομαι μαζί σας μια ιδέα που υλοποιήθηκε με την βοήθεια καλών φίλων।

Το βιβλιο-κλίπ. Η ιδέα δηλαδή του να μπορείς να παρακολουθήσεις σκηνές από ένα βιβλίο σε κλιπάκι.

Οι σκηνές στο είναι απο την νουβέλα μου "Ψυχή στην Κούλουρη", εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Η μουσική γράφτηκε ειδικά για το βιβλιοκλίπ από τους ταλαντούχους May Fly ( Hλία Πάλλα και Νίκο Καλλέργη), η επιμέλεια έγινε από τον Κώστα Καφαντάρη και οι λήψεις απο εμένα στην Σαλαμίνα όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας.

Ελπιζω να σας αρέσει
Σας ευχαριστώ.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

H κριτική της εφημερίδας "ΑΥΓΗ" για τα βιβλία της Λέσχης Δημιουργικής Γραφής

Το άχτι της καθημερινότητας

Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/10/2011





Θέλουν να βγάλουν το Άχτι τους οι ήρωες του Νίκου Ξένιου και μας παρασύρουν μαζί τους, να αναγνωρίσουμε κι εμείς το δικό μας άχτι. Άνθρωποι κοινοί, καθημερινοί, κάποτε και ιδιαίτεροι, παρουσιασμένοι με έναν τρόπο απλό, ρεαλιστικό, κάποτε και σκοτεινό, μας πείθουν απόλυτα για την ύπαρξη και την κίνησή τους μέσα στις ιστορίες. Κυρίως όμως μας πείθουν ότι δεν θα χάσουμε την ώρα μας μαζί τους κι ότι, όσο μείνουμε κοντά τους κάτι καινούργιο, μικρό ή μεγάλο, θα συμβεί μέσα μας.

Η υποκατάσταση των αληθινών σχέσεων από κακέκτυπες απομιμήσεις τους, η απομάκρυνση από την ύπαιθρο και ο αστικός χώρος όπου ο άνθρωπος ασφυκτιά, η πλασματική ανθρώπινη επικοινωνία, η βία της εγκατάλειψης και η αύρα του θανάτου που πλανάται, κάποιο άλυτο οιδιπόδειο κι ένας έρωτας που δεν πραγματώνεται, ο παραλογισμός της εξουσίας, η διπολική προσωπικότητα που συναντούμε καθημερινά και με την οποία συνδέουμε τη ζωή μας, η απελπισία του ανέστιου κι εκπατρισμένου: αυτά είναι τα κυριότερα θέματα που πραγματεύεται η συλλογή. Από τα δεκαέξι διηγήματά της, «Το άχτι» είναι το πιο ρεαλιστικό, μαζί με την «Πολιτική του καταστήματος», ενώ το πρώτο και το τελευταίο διήγημα («Κόκκινο αλάρμ στην Ιωλκό» και «Θρίαμβος») είναι υπερρεαλιστικής γραφής. Έχοντας κάνει αυστηρή επιλογή από συγγραφική δουλειά πολλών χρόνων, ο Ν. Ξένιος υιοθετεί διαφορετικά στυλιστικά γνωρίσματα και διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές, διατηρώντας σαρκαστικό ύφος σε όλα τα διηγήματα, παλιά και καινούργια. Τα διηγήματα «Ο γιος του Σωτήρη», «Τσοκ γκιουζέλ» και «Έλβις» έχουν δουλευτεί στο πλαίσιο της Λέσχης Δημιουργικής Γραφής «Γομολάστιχα», που λειτουργεί με οκτώ μέλη εδώ και τρία χρόνια (http://gomolastixa.blogspot.com).



Ιστορίες ενηλικίωσης


Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/10/2011


Γιούλη Αναστασοπούλου "Ψυχή στην Κούλουρη", εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 136, τιμή: 10 ευρώ



Το να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία της ενηλικίωσης ενός μέσου Έλληνα δεν είναι αναγκαστικά κάτι το εντυπωσιακά ενδιαφέρον. Γίνεται ωστόσο σχεδόν φαντασμαγορικό με την πένα της Γιούλης Αναστασοπούλου στο έργο της Ψυχή στην Κούλουρη, χάρη στο περιβάλλον μέσα στο οποίο στήνεται, στην αίσθηση ότι το όνειρο εισβάλλει απρόσκλητο στην πραγματικότητα και συχνά την υποσκελίζει και τελικά στη βαθύτατα φιλοσοφημένη υπαρξιακή πρόταση περί ευτυχίας, πέρα από κάθε στερεότυπο που καταθέτει η συγγραφέας.

Ο Άγης είναι ένα παιδί που μεγαλώνει στη Σαλαμίνα, χωρίς πατέρα, με μια μάνα που κατακλύζει τη ζωή του, θα μπορούσε κανείς να γράψει αν ήθελε να περιγράψει με δυο λόγια το θέμα του βιβλίου. Δεν θα είχε, ωστόσο, έτσι μιλήσει στην πραγματικότητα καθόλου για το ίδιο το βιβλίο, δεν θα είχε πει τίποτα για τον τόπο που διαδραματίζει ένα ρόλο καταλυτικό, αναδεικνυόμενος σχεδόν σε πρόσωπο του βιβλίου. Για τον χρόνο, τη δεκαετία του '80, μια δεκαετία που κυριαρχεί η αμφισβήτηση, το καινούργιο, η τάση να δούμε με νέα ματιά την επόμενη δεκαετία. Για τη ζωντανή, παλλόμενη απουσία του πατέρα, για τη συνεχώς αποσυρόμενη παρουσία της μάνας και για άλλα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του μικρού, που περνούν εσκεμμένα φευγαλέα από το βιβλίο, αλλά καθορίζουν την τύχη του, θέλοντας να θίξουν τη σημασία των τυχαίων συναντήσεων. Αλλά και για την αναδυόμενη εναλλακτική πρόταση ζωής που μουντζώνει προκλητικά τις φιλόδοξες απαιτήσεις του μικροαστισμού, μπροστά σε μια νιρβάνα σχεδόν αυτιστικού τύπου. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αναγνώστης καταλήγει περισσότερο να το ζει αυτό το βιβλίο παρά να το διαβάζει.



Σοφοκλής Ρόκος

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Φούξια

από Αγγελική Μαρίνου

Τον Χριστό σας και την Παναγία σας προσκυνημένοι!!!
Κάποιοι περίοικοι κοιτούσαν ακόμα με περιέργεια πίσω από τις κουρτίνες. Οι περισσότεροι περιορίζονταν στο να ρίξουν ακόμα λίγα κορν φλέικς στο γάλα τους ή να αλλάξουν φύλλο στην εφημερίδα.
Βρωμιάρηδες, προδότες του έθνους!!!
Μια ταχυπαλμία πάντα τους έπιανε, φρόντιζαν όμως να την κρατούν κρυφή. Έτρεμαν τις Κυριακές και τις ημέρες των μεγάλων θρησκευτικών γιορτών, όταν οι καμπάνες της εκκλησίας άρχιζαν να χτυπούν από τις επτά η ώρα το πρωί συνεχόμενα, πολλές φορές μέχρι τις έντεκα, πράγμα που σηματοδοτούσε το ξέσπασμα του τρελού της μονοκατοικίας του αριθμού 14.
Εσείς και η αξιοπρέπειά σας τουρκόσποροι, εσείς και η αξιοπρέπειά σας!
Χριστιανοί, τουρκόσποροι, ξένοι, προδότες, έμπαιναν στο στόχαστρο του μαινόμενου, γίνονταν μέλας πολτός που έφτυνε σε κάθε κραυγή, ήταν πολλοί εκείνοι που δεν είχαν αντέξει τις πρωινές καμπάνες, άλλοι είχαν διαμαρτυρηθεί στην εκκλησία να κατεβάσουν  τα ηχεία, χωρίς αποτέλεσμα, άλλοι είχαν μετακομίσει, αλλά κανείς δεν είχε αντιδράσει όπως τούτος εδώ.
Εσείς είστε οι απόγονοι του Κολοκοτρώνη ρεεεεε;;;
Ήταν ο συνήθης επίλογος. Μετά η πόρτα βροντούσε πίσω του.
Για να ανοίξει ξανά λίγο μετά. Όπως βγαίνει το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, έτσι έβγαιναν η γυναίκα του και η κορούλα του στο μπαλκόνι.
Το μωρό φορούσε  λουλουδιαστές κορδέλες με χρώματα του ουράνιου τόξου και  τραβούσε να τις βγάλει από το κεφαλάκι του. Η μαμά του είτε το κάθιζε στα γόνατά της και του μιλούσε, ή στο καροτσάκι του για να πλύνει το μπαλκόνι και την αυλή. Αρκετοί τύχαινε  τότε να περνάνε μπροστά από το σπίτι, τους χαμογελούσαν με κατανόηση, να δουν ότι δεν είναι μόνες σε αυτό τον μάταιο κόσμο, περιμένοντας σε μια ελάχιστη ανταπόδοση του ανθρώπινου ενδιαφέροντός τους, κάποιο χαμόγελο, κάποιο φευγαλέο βλέμμα. Η μάνα όμως απλά πλατάγιζε τα χείλη πρρρρρρπλ, πράγμα που το μωράκι έβρισκε πολύ διασκεδαστικό και χτυπούσε ενθουσιασμένο τα χεράκια και τα ποδαράκια του, προσπαθώντας να μιμηθεί τον ήχο. Και οι περαστικοί απογοητεύονταν από την τόση αναισθησία, έφτασαν κάποτε στο συμπέρασμα, ότι η γυναίκα ήταν εκείνη που έπρηζε τα συκώτια του έρμου του άντρα της που, αντί να τη σπάσει στο ξύλο, έβγαινε σαν τρελός στη γειτονιά να βρίζει τα θεία.
Όταν η γυναίκα και το μωρό χόρταιναν παιχνίδι, έλεγε η μαμά. «Πάμε τώρα πίσω στον κήπο, να φυτέψουμε πατάτες».
Ήταν μια διαδικασία που επαναλαμβανόταν κάθε Κυριακή ή σχεδόν. Έσκυβαν και άνοιγαν τρύπες στο χώμα, είκοσι εκατοστά βαθιές, όπως τις είχαν ορμηνέψει, έβαζαν κομματάκια πατάτας και περίμεναν να βγουν τα πατατόδεντρα. Αντί για πατατόδεντρα όμως έβγαιναν κάτι παράξενα άγρια φυτά με φούξια ανθάκια που κάθε πρωί θέριευαν και που κάθε σούρουπο κλείνονταν στο κουκούλι τους περιμένοντας τη νύχτα.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Πείραμα

του Σοφοκλή Ρόκου


( Ο παρατηρητής κάθε πειράματος επηρεάζει την έκβασή του, άρα στην ουσία είναι μέρος του και συμμετέχει σ’ αυτό.)

Τους κοιτούσα από την απέναντι τζαμαρία.
Σίγουρα πιωμένοι, το μπουκάλι στην τσέπη της γυναίκας κι ο άντρας μόλις που κατάφερνε να βάλει το κράνος, πριν ανέβει πάνω στη μηχανή και κάνει ένα ελαφρύ νόημα στη συνοδό του ν’ ανέβει κι εκείνη, χωρίς κράνος.
Μ’ άρεσε πάντα να φαντάζομαι σενάρια για τους αγνώστους γύρω μου.
Έβγαιναν από μια μουσική σκηνή της μόδας, όπου μπορεί να είχαν βρεθεί εντελώς τυχαία, αν και ήταν παλιά φίλοι. Είχαν ωστόσο-ίσως- χαθεί μετά το Πανεπιστήμιο, πάντα κάτι υπήρχε μεταξύ τους, δεν έγινε ποτέ τίποτα ούτε καν ένα άγγιγμα, μερικά βλέμματα ίσως. Τώρα, υπέθεσα, είχαν κι οι δύο παντρευτεί, είχαν καλούς γάμους, ευτυχισμένους, το παραδέχτηκαν κι οι δυο και λάτρευαν τα παιδιά τους.
Δεν μπορούσε ν’ ανέβει εκείνη, κατέβηκε κι αυτός να τη βοηθήσει. Τους είδα ν’ αγκαλιάζονται, στην αρχή τα χέρια μέσα από τα ρούχα να κινούνται του ενός προς τον άλλο, ν’ αγγίζονται μόνο οι παλάμες , μετά άνοιξαν τα μπράτσα, έσμιξαν τα σώματα μέσα από τα χοντρά πανωφόρια, ήταν Νοέμβρης κοντά στο Πολυτεχνείο, θα μπορούσε να είχε έρθει εκείνος για την πορεία από την επαρχία, οι πινακίδες της μηχανής του ήταν από την επαρχία.
Κοιτάχτηκαν για λίγο μετά το αγκάλιασμα σιωπηλοί, την κράτησε γερά από το χέρι για να τη βοηθήσει ν’ ανέβει. Ανέβηκε κι εκείνος και γύρισε να της δείξει πώς να ενώσει τους μηρούς της με τους δικούς του, έπιασε τα πόδια της χωρίς να γυρίσει όλο του το σώμα προς το μέρος της και τα κόλλησε πάνω του γύρω από τους γοφούς και τα δικά του μπούτια. Κι εκείνη αφέθηκε, κι όλος της ο κορμός έγειρε πάνω του και τα χέρια της αγκάλιασαν τη μέση του. Έτοιμοι λοιπόν πάμε.
Είπα μια στιγμή να τους φωνάξω, είχαν σίγουρα πιει πολύ.
Ξεκίνησαν με ταχύτητα, η μηχανή ακούστηκε να βρυχάται.
Εντάξει θα είναι, σκέφτηκα.
Βάλθηκα να τους φαντάζομαι.  Θα την πάει στο ξενοδοχείο του, για λίγο έστω, να ζήσουν όσα δεν είχαν ζήσει, για χάρη του παλιού καλού καιρού τότε που ήταν φοιτητές κι επαναστάτες.
Είχαν ωστόσο πιει , άνοιξα την τζαμαρία, σταθείτε, άκουσα τη μηχανή να φρενάρει.

Εντάξει θα είναι, σκέφτηκα.
Βάλθηκα να τους φαντάζομαι.  Θα την πάει στο ξενοδοχείο του, για λίγο έστω, να ζήσουν όσα δεν είχαν ζήσει, για χάρη του παλιού καλού καιρού τότε που ήταν φοιτητές κι επαναστάτες.
Είδα το φανάρι στην επόμενη γωνία να γίνεται κόκκινο, δεν άκουσα όμως τη μηχανή να σταματάει.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου ωστόσο την είδα και την άκουσα να ορμάει στην απέναντι βιτρίνα, αφού πρώτα διέσχισε κάθετα τη μεγάλη λεωφόρο. Έγιναν όλα θρύψαλα, τζάμια και μηχανή και μπουκάλα και όλα.
Απόμεινα να κοιτάζω.

    

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

κριτική για την ΨΥΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΟΥΡΗ της Γιούλης Αναστασοπούλου

Ασφαλές καταφύγιο για τις φουρτούνες της ζωής

Ο δωδεκάχρονος Άγης μεγαλώνει στη Σαλαμίνα, δίπλα στη νεαρή χήρα μητέρα του που δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τη γιαγιά του, στις παραινέσεις της οποίας ανατρέχει συχνά ο μικρός, όταν ετοιμάζεται να κάνει κάποια ζαβολιά. Ο εν λόγω μικρός έχει την ικανότητα να «αλλάζει» την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει, φτιάχνοντας ιστορίες ως προέκτασή της και δίνοντας άλλο νόημα στις λέξεις που τις περιγράφουν. Πρώτο «θύμα» ο υποψήφιος πατριός του Άγη, ο ταξιτζής Μπάμπης, τον οποίο ο μικρός φαντάζεται ότι ζει μόνιμα στο χωρίς ταπετσαρία ταξί του, όπου «ταπετσαρία (η), ουσιαστικό = ο χαρτονένιος κόσμος του τοίχου». Η άλλη αγάπη του Άγη είναι η Κούλουρη, από την οποία δεν θέλει καθόλου να φύγει. Βλέπει με τρόμο την απέναντι ακτή και θα μισήσει ό,τι τον απομακρύνει προσωρινά από κοντά της μέχρι να επιστρέψει στην αγκαλιά της ξανά.

Η πρωτοεμφανιζόμενη, ουσιαστικά, Γιούλη Αναστασοπούλου, έγραψε μια ιστορία με κέφι και μπρίο, αν και γλυκόπικρη λόγω του θέματός της. Το βιβλίο, μια νουβέλα, χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο, «Στάση σε εκκίνηση», γνωρίζουμε τον Άγη και την οικογένειά του και ολοκληρώνεται η ιστορία με τον Μπάμπη. Στο δεύτερο, «Πέρα δώθε», ο Άγης ακολουθεί τη μητέρα του στο Πέραμα. Εκείνος πηγαινοέρχεται στη Σαλαμίνα, κάνει παρέα με τον Στέφανο και ερωτεύεται την Κοραλία, ένα χρόνο μεγαλύτερή του. Στο τρίτο, «Πίσω πάλι», η ψυχή μας επιστρέφει στη …θέση της και ο Άγης στην Κούλουρη.

Η νοσταλγία ξεχειλίζει από παντού για αυτό το νησί ,που πολλοί από εμάς πιθανόν δεν έχουμε καν επισκεφθεί κι ας βρίσκεται δυο βήματα από την Αθήνα. Μα τόσο ωραία είναι η Κούλουρη; θα αναρωτηθείτε. Πιθανόν. Αυτό που έχει ίσως περισσότερη σημασία για μας εδώ, είναι ό,τι αυτή συμβολίζει στο βιβλίο: μια επιστροφή στον οικείο τόπο, στο σπίτι όπου γεννιέται και μεγαλώνει κανείς, εκεί όπου σχημάτισε για πρώτη φορά και στη συνέχεια εδραίωσε μέσα του την εικόνα του κόσμου. Μια αφετηρία που είναι και ασφαλές καταφύγιο για τις φουρτούνες της ζωής. Η πολυδαίδαλη φαντασία του ευφυούς Άγη μας βοηθά να αναπαραστήσουμε με τα δικά μας χρώματα το γενέθλιο τόπο. Η υπαινικτικότητα του κειμένου, ωστόσο, ίσως σε κάποια σημεία να δυσκολεύει την κατανόησή του.

Η Γιούλη Αναστασοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε Φιλοσοφία-Παιδαγωγική-Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών, Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στη Σκωτία και Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια. Δεν δηλώνει τόσο συγγραφέας όσο συστηματικός αναγνώστης. Το 2008 βρέθηκε ανάμεσα στους δώδεκα επιλεχθέντες του διαγωνισμού των εκδόσεων Πατάκη Hotel Internet, με το διήγημα «Κάνε με φίλο σου». Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια για τη συγγραφή στο ΕΚΕΒΙ.


Βασιλική Χρίστη
diavasame.gr

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Λουόμενοι (δυο εικόνες)


Τον αλείφει κρέμα στα μπράτσα. Του βάζει άλλες δυο γενναίες χούφτες στα μάγουλα. Κοιτάζει ξανά και ξανά στο πρόσωπό του. Απλώνει μια τελευταία σαν κουτσουλιά στη μύτη του. Ο μικρός-κοντά στα δώδεκα-, δεν μιλά και δεν σαλεύει, μόνο μοιάζει να απολαμβάνει το αγγιγμά της ή να περιμένει αυτό κάποτε να τελειώσει.
Εκείνη επανέρχεται με μια πορτοκαλάδα-φυσικό χυμό στο χέρι και μπαίνει ως τα μπούτια στην θάλασσα. Και τα μπούτια της φυσικός χυμός, χυμός που κατακάθισε. Και το ένα και το άλλο φλοιός πορτοκαλιού, ολοστρόγγυλα πορτοκάλια που έχουν πέσει χάμω. Στήθος δεν έχει, δυο τριγωνάκια απλά καλύπτουν το σημείο εκτοξεύοντας ιριδίζουσες γαλάζιες λάμψεις στη θάλασσα. Γαλαζιο το μαγιό πάνω κάτω, το κάτω μικροσκοπικό, μόλις που χωράνε τα οβάλ ηλιοκαμμένα οπίσθια και τα μπούτια πορτοκάλια συνθλίβονται στο περπάτημα προς τη θάλασσα. Έχει πέτρες η παραλία και η μάνα ξέρει πως κάνει άθλο περπατώντας στα ρηχά με το χυμό στο χέρι, αλλά πρέπει να φτάσει το παιδί της.
Μετά έξω και δυο. Σκουπίζονται. Μάνα και γιός. Η κόρη της κρατάει μούτρα γιατί νωρίτερα η μάνα της έφερε τον άλλο χυμό στο στόμα, της έχωσε το καλαμάκι στα χείλη, να πιει- η κόρη στα δεκατέσσερα-, έχει σκεπαστεί με την πετσέτα θαλάσσης και δεν θέλει να βλέπει κανένα, έχει ρίξει τα μαλλιά της στο πρόσωπο να σκεπάζει τα μάτια, να έχει οπτική επαφή αλλά κανείς να μην το ξέρει.
Ο γιός κάθεται πλάτη με τη μάνα, η κόρη έχει γυρίσει την πλάτη σε όλους, η μάνα που και που γυρνάει και τον παρατηρεί. Ο πατέρας είναι μια ομπρέλα πιο κει και παίζει τάβλι. Η μάνα βάζει λάδι στους ώμους της, φτιάχνει τα αλυσιδάκια του χεριού της, πιάνει τα μαλλιά της μια σφιχτή αλογοουρά-τα κάνει όλα αυτά ενώ τον σπρώχνει με την γερή της πλάτη-, βάζει λιπγλος και φοράει τα μεγάλα άσπρα γυαλιά της. Το σώμα της κουνιέται αυτάρεσκα, ο τρόπος που γυρίζει την πλάτη, το τίναγμα του κεφαλιού, το πως σμίγγει τα χείλη ενώ μιλάει. Ο μικρός ζαβλακωμένος στο πέρα-δώθε, αμίλητος, καμία προσπάθεια να την απωθήσει, καμία ελπίδα να ξυπνήσει μέσα του το τέρας της εφηβείας, αυτό με τον τρομαχτκό παλμό που χτυπάει στη φλέβα του λαιμού και να της ουρλιάξει: γάμησε μας ρε μάνα κάνε πιο κει.
Εκείνη γυρίζει ξανά και ξανά και τον παρατηρεί, ψάχνει αν θέλει κάτι, τον ρωτάει, τον χαιδεύει στα μαλλιά και στην πλάτη. Μετά γυρνάνε πλάτες πάλι και κάθονται έτσι μερικά λεπτά χωρίς να μιλάνε. Εκείνη τρώγεται με την άμμο στα πόδια της. Ξάφνου σηκώνεται και πάει στην απέναντι ομπρέλα, σκύβει στο αυτί του άνδρα της και ψιθυρίζει, λέει λέει ώρα πολλή και εκείνος αφήνει το τάβλι και την ακολουθεί ζαβλάκωμένος στο αυτοκίνητο. Αργούν πολύ και η πλάτη του μικρού μένει μετέωρη.
******
Η γιαγιά είναι ξερακιανή και χρειάζεται σιδέρωμα. Πως χωράει η γιαγιά σε αυτό το μπικίνι; Είναι η σούπερ γιαγιά, η όμορφη νέα που έχει φυλάξει την εικόνα της σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο συρτάρι της γκαρσονιέρας στο Περιστέρι. Τα εγγονάκια της παίζουν γύρω της. Της ρίχνουν στα μαλλιά με νεροπίστολο, το ένα ασπριδερό και κοκκινομάλλικο, μαλλιάκια φωτιά, κοραλένια και τ’άλλο το κορίτσι απλό, αδύνατο, καστανό, ένα κορίτσι πέντε ετών που δεν σου αποτυπώνεται στη μνήμη. Το αγοράκι όμως ηλιαχτίδα, χαρά θεού, γελιο δροσερό γαργαριστό, ποδαράκια στρουμπουλά που κυκλώνουν τη γιαγιά του με το μαύρο μπικίνι και την αυστηρή στέκα.
Τα χειλη της γιαγιάς μια γραμμή από μαόνι. Και πάνω απ΄το χείλος ρυτίδες, τερατόμορφα ζαρώματα που μαζεύονται και απλώνουν στις πιτσιλιές του μικρού. Τώρα έχει το παιδι κοντά της, εκείνο κάθεται ακίνητο. Νομίζεις πως ξέχασα τι είπες για μένα; του λέει κοιτώντας του κατάματα.
Εκείνο δεν αντιδρά.
Αλλα θα σου δείξω εγώ μόλις πάμε σπίτι. Εγώ δεν ξεχνάω, με κατάλαβες; Συμπληρώνει ενώ συνεχίζει να το κοιτά.
Ο μικρός-είναι δεν είναι τεσσάρων-, δίνει ένα πήδο και καλπάζει με το κουβαδάκι του γεμάτο νερό γύρω από την ομπρέλα. Μετά πιάνει την αδελφή του στο κατόπι. Να θου πω, λέει λαχανιασμένος, θεθ να παίκθουμε εθύ πριγκίπιθα και εγώ ο καλόθ που θε θώζει;
Κανει δυο γυροβολιές και ύστερα πέφτει στην αγκαλιά της γιαγιάς του και της χαιδεύει τον σβέρκο.
Χρόνια μετά, σε μια γκαρσονιέρα στο Γκύζι, ο μικρός-μεγάλος πια-, στέκεται μπροστά από μια σιδερώστρα και πατάει με δύναμη τα ασπρόρουχα. Αλλά αυτά που αγαπά πιο πολύ να πατά είναι όπως λέει τα μαύρα.

*Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σαν σφηνάκια και εστάλησαν απευθείας στο μπλογκ। Περιμένω λοιπόν τα σχόλια των συναγωνιστών εδώ।
Γιούλη Αναστασοπούλου


Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

συμβουλές προς ενδυματολόγο

του Νίκου Ξένιου


« Φίλιππε,
δεν θα μπορούσα να σχεδιάσω κάτι άλλο στη σκηνή με τη μεταμφίεση. Έβαλα τον Πενθέα ντυμένο με στρατιωτικά να φοράει περούκα με κοτσίδες και μετά να χαριεντίζεται φιλάρεσκα στον καθρέφτη γιατί –το λέει και το όνομά του- αυτό κάνει αντίθεση. Μα τι να δει τώρα ο θεατής; Τούτος δω είναι ο βασιλιάς της Θήβας, έτσι δεν είναι; Και βρίσκεται πάνω στο θρόνο του,και προσπαθεί να τον υποστηρίξει, έτσι δεν είναι; Να πει και να πείσει πως η Κορυφή της πολιτείας μπορεί να φέρει και τη λύτρωση. Θέλει τη Θήβα να είναι μια πόλη «εγκεφαλική», χωρίς κορμί. Αλλά ο Ευριπίδης το βλέπει αυτό και στην Αθήνα (δεν μας το είπες στο σεμινάριο πριν αρχίσεις να σκηνοθετείς;). Αυτό δεν ζήτησες; Ν' αναδειχθεί το κορμί της Θήβας; Από τη μέση και κάτω, Φίλιππε, μιλάμε εδώ για το σεξ, μιλάμε για την αίσθηση της γης, για τις μυρωδιές της και τη μυρωδιά του σπέρματος και της κοπριάς.Και ο Πενθέας(το λέει και τ’ όνομά του) δεν το θέλει αυτό: ο Πενθέας θέλει την πολιτεία του μια εξαχνωμένη, μια θεϊκή πολιτεία, αλλά με βάση τους ουράνιους, τους ανδρικούς θεούς. Γι’ αυτό και πρέπει το κοστούμι του να είναι πολύ ανδρικό, μιλιταριστικό. Κιέπειτα, πρέπει να φοράει τυπικό γυναικείο ένδυμα.
Το υποστηρίζω αρκετά;
Περιμένω απάντησή σου με ανυπομονησία.
Κωνσταντίνος»


« Κωνσταντίνε κοίτα...δεν θα διαφωνούσα με το κοστούμι, μόνο που θέλω τον Πενθέα να απεκδύεται πλήρως το ανδρικό και να μένει ολόγυμνος πάνω στη σκηνή. Και μετά να φορά τους βοστρύχους και το ψιμύθιο, αλλά σαν νάναι μια μάσκα νεκρική, σαν να υποδυόταν, λίγο πριν πεθάνει, τον ρόλο του βαλσαμωμένου πτώματος. Να είναι έτοιμος για το φέρετρο, και το κεφάλι του που θα αποκοπεί να είναι ένα τρόπαιο αναμαλλιασμένο, μια παρεφθαρμένη εκδοχή της δόξας της ομιλούσης κεφαλής. Έτσι; Τήρησέ το αυτό, φίλε μου! Θέλω ο Πενθέας μου να νομίζει πως από την κορφή του έλατου θα μπορέσει όλα να τα παρακολουθήσει και όλα να τα κατασκοπεύσει και να τα υποσκάψει, χωρίς να συμμετάσχει στα οδυνηρά τεκταινόμενα των γυναικών. Μα πρέπει κι αυτόςνα είναι ζώο από τη μέση και κάτω και να πονά. Και να καταλάβει, με τον πιο οδυνηρό και φρικιαστικό τρόπο, πως δεν πρέπει κανείς να περιφρονεί το 'κάτω μισό', γιατί τα πόδια θα σηκωθούν και θα εκδικηθούν το κεφάλι. Το κάτω μισό του πρέπει να αποκοπεί. Γιατί έτσι κι αλλιώς δεν το τίμησε αρκετά, κι έχει κι αυτό τις άγριες,τις αιμοδιψείς του θεότητες. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, και καταλαβαίνεις βέβαια και τις αισθητικές/ εικαστικές παραμέτρους του εγχειρήματός μας. Βασίζομαι σε σένα, είσαι ο πιο έμπειρος ενδυματολόγος. Στο χέρι σου είναι να φανεί πως δεν πρόκειται για μεταμφίεση, αλλά για αλλαγή φύλου. Επί σκηνής, με δεδομένες τις σκηνικές συμβάσεις της κλασικής εποχής.
Σε φιλώ
Φίλιππος»


«Ευχαριστώ για το αναλυτικό γράμμα. Το διάβασα στη Ναταλία και συμφωνεί μαζί μας. Όμως εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πώς νοείται ο πόνος του κάτω μισού. Τόσες γενεές γαλουχήθηκαν, κι εμείς μαζί, να βλέπουν ένα ακάνθινο στέφανο στη θέση του εγκεφαλικού θεού τους. Οι Έλληνες δεν ήξεραν απ΄ αυτά, και η δυσκολία ενός σύγχρονου δυτικού κοινού συνίσταται στην προσέγγιση του ίδιου νοήματος από την ανάποδη. Νομίζω ότι η πλειοψηφία θέλει τον πόνο να αποδίδεται με κραυγές, και μάλιστα ει δυνατόν με πλέι μπακ. Ζούμε στην εποχή της Κλινικής Πόνου. Πώς να κραυγάσει το κομμένο κεφάλι του Πενθέα, πώς να γυρίσει να δει η Αγαύη στη δική σου σκηνοθεσία τι ακριβώς κρατά, τι αποτρόπαιο τρόπαιο;
Βλέπεις ; δεν είναι τόσο απλό...
Κωνσταντίνος»


« Αχ βρε Κωνσταντίνε. Πάντα ήθελες να κυριολεκτείς. Βγες λίγο από τον εαυτό σου, σου είπα ότι είναι αλλαγή φύλου, μεταμόρφωση, όχι τρανσβεστισμός. Και το εννοώ. Πονάει το κορμί της Θήβας και σπαράσσεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει Χριστό πάνω στο θρονί του. Και κρατά το θώκο του με τη βία. Ποιος είναι ο φίλος του λαού και ποιος ο εχθρός του,για να το δούμε και με το θεατρικό πρίσμα του Ιψεν; Αν πάλι δεν θέλεις να το δεις έτσι, πάρτο αλλιώς:πες, λόγου χάριν, ότι σου έλεγαν να διαλέξεις ανάμεσα στον πόνο της γέννας και την επίμονη ημικρανία. Τι θα διάλεγες; Είναι ρητορικό το ερώτημα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Μη μου μιλάς για πλέι μπακ. Έχουμε το κοινό στο αμφιθέατρο να ψάχνει το τραγικό εκτός πλαισίου, και το μόνο που μας μένει ως επιλογή είναι να κόψουμε το κεφάλι και να πονάει το κομμένο κεφάλι, κι όχι το αφημένο σπαραγμένο κορμί. Εν ανάγκη να κραυγάζει το κομμένο κεφάλι, ρε φίλε!

Το βλέπεις αυτό μπροστά σου ως προοπτική;

Φίλιππος»


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Το νυφικό και η ουρά του

από Αγγελική Μαρίνου

Όταν ξεκίνησε αυτή τη δουλειά, ήξερε ότι υπάρχει πολλή μοναξιά στον κόσμο. Δε σκεφτόταν όμως αυτό όταν αποφάσισε να γίνει κουκλοποιός. Το αποφάσισε γιατί του άρεσε να δημιουργεί και του άρεσε το ωραίο. Όλα τα άλλα τα ανθρωπιστικά ήταν σαν την ουρά ενός πανάκριβου νυφικού που, από εκκεντρικότητα της κατόχου του, αφήνεται να συρθεί κατάχαμα.

Ήξερε για τη μοναξιά του κόσμου όταν σχεδίαζε κούκλες για σεξ κι έβαζε πινελιές για να τους προσδώσει εκείνο το κάτι, εκείνο το ιδιαίτερο που θα τις έκανε κάτι περισσότερο από ένα one-night stand. Με ένα χάλκινο σκουλαρίκι στη γλώσσα, ένα μικρό τατουάζ στον καρπό σε σχήμα καρδούλας με κάποιο αρχικό, γυριστές βλεφαρίδες, τουρλωτή κοιλίτσα, μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν αντικείμενα έρωτα. Και να κάνουν το στυλ του αναγνωρίσιμο. Η περίοδος που φιλοτεχνούσε οδοντιατρικές κούκλες με ψυχρά ρεαλιστική οδοντοστοιχία ήταν μια περίοδος ουδέτερη, γέφυρα από τη νεότητα στον πραγματισμό.

Τότε τον είχαν πάρει τηλέφωνο από την εταιρία που δουλεύει τώρα, ότι έκαναν δεκτή την αίτησή του. Κι αυτός, με τον καιρό, έγινε ο βασικός κουκλοποιός, φτάνει πια τα δεκαπέντε χρόνια. Είναι εταιρεία που κατασκευάζει κούκλες-μωρά σε φυσικό μέγεθος.

Ήξερε ότι υπάρχει μοναξιά και πόνος στον κόσμο όταν έκανε την αίτηση, ήξερε ότι μαμάδες που έχουν χάσει τα μωρά τους ή γυναίκες που δεν κάνουν παιδιά βρίσκουν παρηγοριά με τέτοιες κούκλες. Τις ντύνεις στο σπίτι με πανέμορφα ρουχαλάκια και μετά τις παίρνεις στο σούπερ μάρκετ, στο πάρκο, στην παιδική χαρά. Κι όλοι έρχονται να χαζέψουν το μωρό, να παίξουν με το ποδαράκι του, να του χαμογελάσουν, αλλά δεν υπάρχει αντίδραση και μετά η «μαμά» γελαστή τους σκάει το παραμύθι, ότι δεν είναι βρε αληθινό!, κι όλοι γελάνε μετά παρέα, ή, τέλος πάντων, αυτός είναι ο σκοπός.

Ήξερε λοιπόν από μοναξιά και πόνο και αυταπάτες, αλλά δεν πήρε τη δουλειά γι’ αυτό. H εταιρία είχε όνομα στη βιομηχανία, ισχυρό δίκτυο διάθεσης, πιστή πελατεία και αυξανόμενη παρουσία στο διαδίκτυο. Πράγμα που του εξασφάλιζε μια κάποια σιγουριά, ήταν τριανταπεντάρης και ήθελε να μπορεί να πληρώνει το νοίκι του, να πάρει αυτοκίνητο, να κάνει κάποια στιγμή και οικογένεια, όταν θα βρισκόταν το κατάλληλο άτομο και τα σχετικά.

Και έγινε ο βασικός κουκλοποιός, εκτοπίζοντας τους πάντες, λόγω του τεράστιου ταλέντου του, ή λόγω του ότι οι συνάδελφοί του πλησίαζαν σταθερά και αμετάκλητα τη σύνταξη κι ελάχιστοι νέοι συνάδελφοι, κάτι ξανθές, συνήθως, με καρέ, είχαν τα προσόντα να τον απειλήσουν στο ελάχιστο.

Κι έφτιαχνε τα μωρά του με απόλυτη προσοχή στη λεπτομέρεια και αγάπη, μέχρι που κάτι συνέβη.

Δε μπορεί πλέον να προσδιορίσει πότε άρχισε και γιατί. Πολύ πιθανόν να έφταιγε η οικονομική κρίση που επέβαλε το κακής ποιότητας βινύλιο και εισήγαγε τη συνθετική τρίχα. Που δεν επέτρεπε πια να ντύνουν τις κούκλες με ακριβά, ποιοτικά ρουχαλάκια, αλλά με βαμβακερά, λίγο ανώτερης ποιότητας από τα κινέζικα. Σίγουρα ήταν ένας από τους ενοχοποιητικούς παράγοντες γι αυτό που συνέβη, αλλά όχι ο βασικός.

Δεν του έφταιγε η οικονομική κρίση που άρχισε ξαφνικά να βαριέται να φυτεύει τουφίτσες τουφίτσες τα συνθετικά μαλλάκια και τα κολλούσε απλώς στο κρανίο με τρόπο γκροτέσκο κι ελάχιστα συμπονετικό προς τη μαμά που θα άνοιγε το κουτί και θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζε. Που ξεχνούσε να συμπεριλάβει στη συσκευασία πιπίλες και άλλα βασικά αξεσουάρ που η εταιρία διαφήμιζε ως δωρεάν. Που έκανε εκπτώσεις στα φουσκωτά, ροδαλά μαγουλάκια και παρήγαγε κούκλες καχεκτικές σαν ηρωίδες του Πόε. Που οι κούκλες του έγιναν ελάχιστα αληθοφανείς. ήταν αλύγιστες, σαν σε νεκρική ακαμψία. Δε μπορούσαν να φέρουν το δάχτυλο στο στόμα, να το πιπιλίσουν, να λυγίσουν τα γόνατα, μετά βίας μάλιστα κάθονταν σε καροτσάκι, καρεκλάκι φαγητού ή οτιδήποτε άλλο.

Και το χειρότερο; Όταν έρχονταν αγανακτισμένα μέιλ στην εταιρία κι αρνητικές κριτικές στο amazon, χαιρόταν. Χαιρόταν και περίμενε να τον διώξουν.

Περιμένει ακόμα να τον διώξουν και δεν ξέρει με ποιον να τα βάλει που δεν το κάνουν. Με τους  αγοραστές που ντρέπονται να κάνουν επιστροφή και να ζητήσουν τα λεφτά τους; Με τον καργιόλη τον φωτογράφο που είναι τόσο εξπέρ στο φώτοσοπ και κάνει τις κούκλες να φαίνονται τόσο όμορφες στα διαφημιστικά; Με τη μοναξιά του κόσμου που σε κάνει να συμβιβάζεσαι με το κάθε τι; Με την καράφλα του, την τύχη του, τον ψυχαναλυτή του; Ήξερε τελικά τον κόσμο, μάντευε ή πιθανολογούσε; Και τα κίνητρά του; Φόρεσε το νυφικό ή τον φόρεσε ή μήπως τον φόρεσε η ουρά του; Η μήπως κοντεύει να τον πνίξει αφού ο αέρας λιγοστεύει;

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Απόσπασμα από τη νουβέλα "Ψυχή στην Κούλουρη" Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.


-Τι τάξη πας, Άγη;
-Πέρσι πήγαινα Πρώτη Γυμνασίου, άρα;
-Μάλιστα, άρα Δευτέρα. Και είσαι καλός μαθητής;
-Δεν ξέρω.
-Τι πάει να πει δεν ξέρεις;
-Πάει να πει πως δεν μπορώ εγώ να πω για μένα.
-Α! Είσαι έξυπνο παιδί, σαν τη μάνα σου.
-Και τον πατέρα μου. Θέλει δυο για να γίνει, έλεγε η γιαγιά.
-Ναι, ναι… Σωστά το λες.
-Πόσο μεγάλο είναι τα ταξί σου;
-Α! Πολύ μεγάλο, Μερσεντές, ξέρεις από Μερσεντές; Είναι πολύ ωραίο αμάξι.
-Δεν έχει όμως ταπετσαρία.
-Τι;
Καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα και μάλιστα στην άκρη και κοιτούσε συνέχεια την λουλουδάτη ταπετσαρία τους. Θα την χαλάσει ο χοντρός την καρέκλα, σκέφτηκε ο Άγης, και είδε περιττά στρώματα λίπους σε δίπλες να την καταπιέζουν, ενώ εκείνη άφηνε χαρακτηριστικές στριγγές σε κάθε κούνημα του χοντρού.
Έψαξε τη μάνα του, είχε πεταχτεί στην κουζίνα να φέρει καφέ και γλυκό του κουταλιού, κυδώνι με αμύγδαλο – κι αυτό το αγαπημένο του, λοιπόν; Ποιος του έφταιγε τώρα; Λες και γινόταν επίτηδες για να τον αντιπαθήσει, κι αυτός καθόταν ατάραχος στην πολυθρόνα, ούτε μια σταγόνα στην γκρι φαβορίτα του, χάθηκε κι αυτή η μάνα να ΄χε κάνει γλυκό κάστανο; Αυτό ήταν μια αηδία, θα του το ’δινε ευχαρίστως να το πάρει και στο σπίτι – ή μάλλον στο ταξί του, αφού αυτός ο άνθρωπος αποκλείεται να έμενε σε σπίτι. Τόσο βρόμικος τού φάνηκε και τόσο ταλαιπωρημένος, όμως δεν ένιωθε κανένα οίκτο γι’ αυτόν, αντιθέτως του ’ρθε να γελάσει στη σκέψη πως ο κύριος Μπάμπης είχε για σπίτι ένα κίτρινο κατασκεύασμα από παλιοσίδερα. Τον φαντάστηκε στριμωγμένο στο πίσω κάθισμα να προσπαθεί να βολέψει τα χοντρά του πόδια στην πίσω πόρτα. Να κοιτάει το ταβάνι και να ονειρεύεται τα μπορντό λουλούδια και τις ριγωτές γραμμές της ταπετσαρίας της μαμάς.
Ταπετσαρία (η), ουσιαστικό= Ο χαρτονένιος κόσμος του τοίχου.
Αλλά δεν υπάρχει ταπετσαρία, αντί γι’ αυτή τον σκέφτεται να παρατηρεί μόνο τη μαυρίλα απ΄ τα τσιγάρα των επιβατών και να χάσκει σα χάνος. Να γυρνοβολάει για να κοιμηθεί χωρίς επιτυχία, η ζώνη του να πιάνεται στο μαδημένο σαλόνι και να αποκαλύπτει μια τούφα από το μουσταρδί αφρολέξ.
Αφρολέξ (το), ουσιαστικό= Λέξη από αφρό.
-Ο καφές σου, Μπάμπη, το καϊμάκι δε μου πέτυχε αυτή τη φορά!
Ο μικρός τής έριξε μια γρήγορη ματιά και ύστερα κάρφωσε το βλέμμα στα δάχτυλα του Μπάμπη∙ ήταν τριχωτά και σκαμμένα.
Τα είδε να ξεκλειδώνουν το κίτρινο πορτ-μπαγκάζ. Εκεί υπάρχει καταχωνιασμένο ένα μπρίκι, θέλει να ψήσει καφέ. Το τραβάει ενώ χώνει όπως όπως το τσαλακωμένο πουκάμισο στο παντελόνι του με το ζόρι. Μετά ανοίγει το ντουλαπάκι μπροστά από τη θέση του συνοδηγού και βγάζει ένα διπλό μάτι κουζίνας. Το κάθισμα του συνοδηγού δεν υπάρχει, είναι ξηλωμένο, στη θέση του φιγουράρει ένα μικρό μακρόστενο τραπέζι. Παίρνει το μάτι και το ακουμπά πάνω στο τραπεζάκι, μετά αδειάζει ένα μικρό εμφιαλωμένο νερό στο μπρίκι και τo ανάβει.
-Πολύ ωραίος, κυρία Άνδριάννα μου, μέσα στη ζάχαρη είναι!
Καμία απάντηση. Ο Άγης τον παρατηρεί να ψάχνει τη σκιά της μάνας του στο φως της κουζίνας, το μόνο που βλέπει είναι οι ατμοί που ανεβαίνουν στον απορροφητήρα...

Η παρουσίαση της "Ψυχής στην Κούλουρη"

 
Από την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Τσαμαντάκης στον Πειραιά.

Στο videowall, το βιβλιοκλιπ της νουβέλας με σκηνές από το βιβλίο που θα αναρτηθεί σε μερικές μέρες στο youtube.

Σας ευχαριστώ πολύ όλους , με τιμήσατε πραγματικά με την παρουσία σας και τις πολύ ιδιαίτερες ερωτήσεις σας που άναψαν την συζήτηση.

Καλό μας καλοκαίρι με πολύ διάβασμα!

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ: "ΤΟ ΑΧΤΙ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΕΝΙΟΥ

Τη Δευτέρα, 4 Ιουλίου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Φαρφουλάς” η συλλογή διηγημάτων του Νίκου Ξένιου, που φέρει τον τίτλο “Το Άχτι”.

Ν’ αντικρύσει το πρόσωπό του στον καθρέφτη
της δίφυλλης ντουλάπας;
Να πάει πάλι φέτος το καλοκαίρι στο «Ζέφυρο»
στα Πετράλωνα να δει την ίδια ταινία;
Να βάλει το πορτρέτο της στην κορνίζα;
N’ αφήσει αυτό το κάτι να επιπλέει στη µπανιέρα;
Να µείνει να φροντίζει τον τάφο της µητέρας του
ή να γυρίσει στη µακρινή πατρίδα;
Να κλείσει τ’ αυτιά του στα ουρλιαχτά
των σκύλων στο στρατόπεδο;
Να πετάξει την ασπίδα του
και ν’ αυτοµολήσει στις τάξεις του εχθρού;
Να πάψει να σκέφτεται;
Ή να µείνει µε το άχτι;




Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Νέα κυκλοφορία: "Ψυχή στην Κούλουρη" της Γιούλης Αναστασοπούλου


Στη Σαλαμίνα το ‘89, το φέρι-μποτ λέγεται μουσκεμένη παντόφλα και ο φάρος, τσιμεντένιος φύλακας. Ο πύραυλος είναι παγωτό απ΄το διάστημα και η μαρέγκα μια άσπρη ρέγγα.
Δεν πρόκειται όμως για υπαρκτές λέξεις, λέξεις που κάνει να πούμε φωναχτά. Αντίθετα είναι λέξεις που λέμε σιγανά, λέξεις κρυφές και είναι οι λέξεις του Άγη, ενός δωδεκάχρονου μαθητή.
Το καλοκαίρι του ‘89 ο ΄Άγης θα γνωρίσει το Μπάμπη, το μνηστήρα της μαμάς. Και έπειτα η μαμά θα θελήσει να τον πάρει από την Κούλουρη για να εγκατασταθούν στο Πέραμα, στην αντίπερα όχθη που εκείνος μισεί...


Στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 2011, το παρθενικό βιβλίο της Γιούλης Αναστασοπούλου, εμπνεύστριας της Λέσχης Δημιουργικής Γραφής ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ, είναι γεγονός.



Η νουβέλα "Ψυχή στην Κούλουρη" κυκλοφορεί από αύριο στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ κι αποτελεί τόσο εκπλήρωση των συγγραφικών στόχων της Γιούλης, όσο αντικείμενο περηφάνειας για όλα τα μέλη της ομάδας. Είναι το βιβλίο που σηματοδοτεί την μ.Γ. (μετά Γομολάστιχα) περίοδο των επών μας, το πρώτο μας προϊόν. Σε κάθε περίπτωση ένα πανέμορφο, νοσταλγικό, ιδιαίτερο βιβλίο, με ψυχολογικό βάθος, που αξίζει να διαβάσετε.

Μπράβο Γιούλη μας! (ήδη τρίβω τα χέρια με την ικανοποίηση εκείνου που γνωρίζει πως θα υπάρξει και συνέχεια)

                                                                      *****
Την Τετάρτη 29/6/11 και ώρα 19.00 θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου της Γιούλης Αναστασοπούλου "Ψυχή στην Κούλουρη" εκδόσεις Αλεξάνδρεια, στο βιβλιοπωλείο Τσαμαντάκη, Καραολή & Δημητρίου 43 στον Πειραιά.

Για το βιβλίο θα μιλήσει η Λέσχη Δημιουργικής Γραφής Γομολάστιχα και θα παιχτεί το βιβλιοκλίπ της νουβέλας.

Σας περιμένουμε εκεί!

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Τρία στιγμιότυπα


Π. Μ. Ζερβός
1. Τί μὲ ἀκολουθεῖ;
Τί μὲ ἀκολουθεῖ; Τί βρίσκεται στὸ διάβα μου καὶ πατᾶ πάνω στὰ χνάρια μου;
Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ ποιός μὲ ἀκολουθεῖ· νὰ ἀποδώσω, δηλαδή, μιὰν ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ταυτότητα στὴν σκιὰ ποὺ βρίσκεται πίσω μου. Ὅμως γιατί βιάστηκα νὰ ὑπαινιχθῶ πὼς ὅποιος μὲ ἀκολουθεῖ ἴσως δὲν εἶναι ἄνθρωπος; Ποιά ὑποσυνείδητη διεργασία καὶ ποιός κρυφὸς φόβος ξεπήδησαν στὴν ἐπιφάνεια τῆς σκέψης μου; Θὰ πρέπει νὰ τὸ ἐρευνήσω.
Ἂς τὸ ἐπαναδιατυπώσω σωστά, λοιπόν: Ποιός μὲ ἀκολουθεῖ; Ποιός ἔχει καρφώσει τὸ βλέμμα του στὴν πλάτη μου; Καὶ τί γυρεύει;
συλλογισμός μου εἶναι λάθος· λάθος ἐξ ἀρχῆς: γιατί ἐπιμένω νὰ νομίζω πὼς κάποιος μὲ ἀκολουθεῖ; Στὸ κάτω-κάτω, εἶμαι σἕναν ὄχι ἔρημο (ἂν καὶ οὔτε πολυσύχναστο) δρόμο καὶ εἶναι φυσιολογικὸ νὰ τὸν διασχίζουν πολλοὶ περαστικοί.
Ναί, ἀλλὰ τώρα εἶναι μόνον ἕνας.

2. Στὸ κατώφλι
Στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μου βρίσκω ἕνα μενταγιόν χωρὶς ἁλυσιδίτσα, γυμνό. Τὸ πιάνω στὰ χέρια μου. Τὸ περιεργάζομαι. Τὸ σχέδιό του μοῦ εἶναι γνωστό, σὰν νὰ τό ’χω ξαναδεῖ κάποτε.
Σὲ ποιόν ἀνήκει; Καὶ πῶς βρέθηκε στὸ κατώφλι μου;
Τὸ βάζω στὴν τσέπη. Ἀφοῦ τὸ βρῆκα, εἶναι δικό μου, ἀποφασίζω.
Τὴν νύχτα, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, ἀναλογίζομαι τὰ πεπραγμένα τῆς ἡμέρας καὶ τί ἔχω νὰ κάνω τὴν ἑπομένη. Ἀρχίζω νὰ βυθίζομαι στὸν ὕπνο. Λίγο προτοῦ ἀποκοιμηθῶ, μιὰ σκέψη σὰν ψίθυρος περνάει ἀπ’ τὸ μυαλό μου:
Τὸ μενταγιὸν εἶναι ἐκείνης. Τὸ φοροῦσε μὲ τὸ νυφικό της φόρεμα τὴν ὥρα ποὺ τὴν κηδεύαμε.


3. Νὰ πετάξω τὰ σκουπίδια
Νὰ πετάξω τὰ σκουπίδια, θυμίζω στὸν ἑαυτό μου. Παίρνω τὴν σακούλα, τὴν δένω, βγαίνω ἀπ’ τὸ σπίτι.
Ξημέρωμα. Δὲν ἔχει φωτίσει ἀκόμη καλὰ-καλά, οἱ δρόμοι καὶ τὰ στενὰ εἶναι σκοτεινά, καθὼς τὰ δημόσια φῶτα ἔχουνε σβήσει. Οἱ σκιὲς στοὺς τοίχους ἀπ’ τὰ διερχόμενα αὐτοκίνητα μεγεθύνονται.
Πετάω τὰ σκουπίδια σ’ ἕναν ἀνοιχτὸ μεταλλικὸ κάδο. Πηγαίνω πρὸς τὴν στάση τοῦ λεωφορείου.
Λίγα βήματα πιὸ πέρα, ἀκούω ἕνα θόρυβο. Προέρχεται ἀπὸ τὸν κάδο. Γυρίζω πίσω. Ἡ σακούλα μου μὲ τὰ σκουπίδια σαλεύει. Θά ’ναι κάποιο μαμμούνι ἢ κανὰ ποντίκι ποὺ εἶχε τρυπώσει καὶ δὲν τό ’χα δεῖ, σκέφτομαι. Ὅμως ἡ σακούλα μοιάζει σὰν νὰ κινεῖται ὁλόκληρη, σὰν ν’ ἀνασαίνει.
Ἡ ἰδέα μου θά ’ναι, συμπεραίνω βιαστικά. Εἶναι καὶ μισοσκόταδο...
Τρέχω γιὰ νὰ προλάβω τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴν δουλειά μου.





Αὐτὰ τὰ τρία στιγμιότυπα (“σφηνάκιατὰ ἀποκαλῶ χαριτολογώντας) τὰ ἔγραψα ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ ἱστολόγιο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐδῶ καὶ καιρὸ εἶχα τὴν ἐπιθυμία νὰ γράψω τέτοια στιγμιότυπα, στὰ ὁποῖα θὰ ἐπιχειροῦσα νὰ σχηματίσω μιὰν ἀτμόσφαιρα ἀπειλῆς, ἂν ὄχι φρίκης, ἀλλὰ δὲν ἤξερα πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό. Ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ διαβάζετε αὐτὰ τὰ μικρὰ κείμενα, δὲν εἶμαι σίγουρος ἂν κατώρθωσα νὰ ἐπιτύχω τὸ ἐλάχιστο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶχα στὸν νοῦ μου.
Στὴν Λέσχη, ὅταν τὰ ὑπέβαλα πρὸς σχολιασμό, ἐκφράστηκε αὐτὴ ἡ ἐπιφύλαξη. Ὡστόσο, κανένα σχόλιο δὲν ἔγινε – σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλα μου κείμενα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἄκουγα ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανείς. Κατὰ γενικὴ ὁμολογία, πάντως, κανεὶς ἀπ’ τὴν Λέσχη δὲν ἔνοιωσε τρόμο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μὲ βάζει σὲ σκέψεις.